Dictionary of Greek. 2013.
ρεμούλα — η (λ. ιταλ.), διαρπαγή, λεηλασία: Γρήγορα κατάλαβε πως στο κατάστημά του γινόταν ρεμούλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ριμούλα — η, Ν βλ. ρεμούλα … Dictionary of Greek